- ενασχολώ
- (ε) μετ. занимать (кого-л. чём-л.), давать работу (кому-л.);
ενασχολούμαι — заниматься чём-л.;
ενασχολούμαι με την μουσικήν — заниматься музыкой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ενασχολούμαι — заниматься чём-л.;
ενασχολούμαι με την μουσικήν — заниматься музыкой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ενασχολώ — (AM ἐνασχολῶ, έω) 1. ενεργ. παρέχω ασχολία σε κάποιον, τόν απασχολώ με κάτι, τού δίνω δουλειά 2. μέσ. ασχολούμαι, καταγίνομαι σε κάτι … Dictionary of Greek
προασχολώ — έω, ΜΑ ενασχολώ κάποιον σε κάτι προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀσχολῶ «παρέχω σε κάποιον απασχόληση, εργασία, απασχολώ»] … Dictionary of Greek